- εξελευθερώ
- ἐξελευθερῶ, -όω (Α) [ελευθερώ]απελευθερώνω, αποδίδω σε δούλο την ελευθερία του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξελευθέρῳ — ἐξελεύθερος freedman masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)